-
1 ἀκληρεί
ἀκληρ-εί· χωρὶς κλήρου, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκληρεί
-
2 τιμή
I worship, esteem, honour, and in pl. honours, such as are accorded to gods or to superiors, or bestowed (whether by gods or men) as a reward for services,τιμῆς ἔμμοροί εἰσι Od.8.480
;ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν ὀφέλλωσίν τέ ἑ τιμῇ Il.1.510
; ;ἐν δὲ ἰῇ τ. ἠμὲν κακὸς ἠδὲ καὶ ἐσθλός 9.319
, cf. 4.410;ἐν τ. σέβειν A.Pers. 166
(troch.);ἐν τ. ἄγεσθαί τινας Hdt.1.134
; ἐν τ. τίθεσθαι or ἄγειν τινά, Id.3.3, Pl.R. 538e;ἐν τιμαῖς ἔχειν Philem.199
;τιμαῖς αὐξήσας τινάς X.Cyr.8.8.24
; τιμὴν νεῖμαι, ἀπονέμειν τινί, S.Ph. 1062, Pl.Lg. 837c; τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν pay due regard, S.Aj. 1351; τιμὰς ὤπασας, πορών, A.Pr.30, 946; , etc.; ;τὸ πρᾶγμ' ἐμοὶ τιμὴν φέρει E.Hipp. 329
;τινὶ τιμὰς προσάπτειν S.El. 356
;ἀφύων τιμὴν περιάψας Ar.Ach. 640
(anap.); τ. εὑρίσκεσθαι, δέκεσθαι, Pi.P.1.48, 8.5; ;τιμὰς ἔχειν Hdt.2.46
, etc.;πρός τινος Id.1.120
;ἐν μεγάλῃτιμῇ εἶναι X.An.2.5.38
; τιμῆς λαχεῖν, τυχεῖν, S.Ant. 699, El. 364 (v.l.); οἱ γεραίτεροι ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται paid to them by the young, X.Mem.2.1.33: c. gen., χωρὶς ἡ τ. θεῶν the honour due to them, A.Ag. 637, cf. Ch. 200;τιμὰς τὰς θεῶν πατεῖν S.Ant. 745
;τιμαὶ δαιμόνων E.Hipp. 107
: τιμῇ with honour, honourably, S.OC 381 codd.; τιμῆς ἕνεκα as a mark of honour, X.An.7.3.28;τιμῇ προέξουσ' S.Ant. 208
.2 honour, dignity, lordship, as the attribute of gods or kings, Il.1.278, 9.498, etc.;θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς Od.5.335
;τ. βασιληΐς Il.6.193
, cf. Hes.Th. 393, Pi.P.4.108, A.Eu. 228 (pl.);Περσονόμος τ. μεγάλη Id.Pers. 919
(anap.); δίθρονος.. καὶ δίσκηπτρος τ. Id.Ag.44 (anap.): generally, like γέρας, prerogative or special attribute of a king, and in pl. his prerogatives, Od.1.117, Hes.Th. 203, Thgn.374, S.OT 909 (lyr.), etc.; βασιλικαὶ τ. imperial prerogatives, Hdn.7.10.5; (anap.).3 a dignity, office, magistracy, and in pl., civic honours (τιμὰς λέγομεν εἶναι τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1281a31
), Hdt.1.59, etc.; ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τ. Pl.Ap. 35b, cf. Ti. 20a, etc.;μὴ φεύγειν τοὺς πόνους, ἢ μηδὲ τὰς τ. διώκειν Th.2.63
;τιμὴν ἔχειν X.Cyr.1.3.8
, etc.;τὴν τιμὴν εἴληχε Pl.Phlb. 61c
; οἱ ἐν τιμαῖς men in office, E.IA19 (anap.), cf. Isoc.9.81;ἐκβαλῶ σε ἐκ τῆς τιμῆς X.Cyr.1.3.9
; τιμὰς ἴσχειν hold the office of τιμοῦχος (q.v.), Jahresh.12.136 (Erythrae, v/iv B.C.): generally, office, task,ἄχαρις τιμή Hdt.7.36
:—also,b a person in authority, an authority, κλῦτε δὲ Γᾶ (Ahrens for τὰ)χθονίων τε τιμαί A.Ch. 399
(lyr.); καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει yield to authorities, S.Aj. 670.4 present of honour, compliment, offering, e.g. to the gods, Hes.Op. 142, A.Pers. 622; reward, present,ἢ ἀργύριον ἢ τιμή Pl.R. 347a
; τιμαὶ καὶ δωρεαί ib. 361c;ὅσοι.. ἄλλην τινὰ δωρεὰν ἢ τ. ἔχουσιν παρὰ τῶν Λεβεδίων SIG344.22
(Teos, iv B.C.); τῶν εὐεργεσιῶν τιμὰς .5 ἡ Δάου τ. 'the worthy D.', Herod. 5.68.II of things, worth, value, price, h.Cer.132, IG12.349.10, 15, al.; ἐξευρίσκοντες τιμῆς τὰ κάλλιστα at a price, Hdt.7.119;τῆς αὐτῆς τ. πωλεῖν Lys.22.12
;πρίασθαι D.21.149
;δεκαπλάσιον τῆς τ. ἀποτίνειν Pl.Lg. 914c
; ἀποδιδόναι τινὶ τὴν τ. ib.a; δύο εἰπεῖν τ. to name two prices, ib. 917b; ἀξιοῦν τι τ. τινός ib.d;περὶ τῆς τ. διαφέρεσθαι Lys.22.15
; ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε πᾷ γενήσεται; Ar.Ach. 895; ἑστηκυῖαι τ. fixed prices, PTeb.703.176 (iii B.C.); ὑπὲρ τιμῆς πυροῦ payment of money representing the value of wheat, Ostr. 663 (ii A.D.), al.2 valuation, estimate, for purposes of assessment,τοῦ κλήρου Pl.Lg. 744e
: generally,ὁ πλοῦτος οἷον τιμή τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων Arist.Rh. 1391a1
.III compensation, satisfaction, penalty,τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ.. πρὸς Τρώων Il.1.159
, cf. 5.552; ἀποτινέμεν, τίνειν τιμήν τινι, pay or make it, 3.286, 288;τιμὴν ἄγειν Od.22.57
;Πάτροκλον, ὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκ' ἐνθάδε τιμῆς Il.17.92
, cf. Od.14.70, 117; οὐ σὴ.. ἡ τ. the penalty is not yours, Pl.Grg. 497b. (The spelling [ τῑ- notτει- IG12.347.33
, etc.] and the majority of the senses show that τιμή is cogn. with τίω 'value, honour'; sense 111 perh. arose from a later association with τίνω.)
См. также в других словарях:
ακληρεί — ἀκληρεὶ επίρρ. (Μ) [ἄκληρος] «χωρίς κλήρου» (Ζωναράς) … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… … Dictionary of Greek
Κλάρεντον — (Clarendon). Οικισμός της Αγγλίας σε απόσταση 5 χλμ. από το Σόλσμπερι. Είναι γνωστός από τις διατάξεις που θέσπισε στα ανάκτορα η συνέλευση των ευγενών και των κληρικών. διατάξεις του Κ. Διατάξεις που καταρτίστηκαν από τη σύνοδο ευγενών και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek